Διημερίδα «Βιβλία Τέχνης στην Ελλάδα»
4–5 Νοεμβρίου 2006, Αποθήκη Δ’- Λιμάνι Θεσσαλονίκης
Πόσο συμβάλλουν οι εφημερίδες στην διεύρυνση του φιλότεχνου κοινού; Το πρόσφατο φαινόμενο της προσφοράς εκδόσεων τέχνης μέσα από τα φύλλα «φέρνει» τελικά την τέχνη μέσα στην ελληνική οικογένεια ή απλά προσθέτει ένα ακόμα διακοσμητικό στα ράφια των βιβλιοθηκών; Και ποια είναι τελικά η ποιότητα αυτών των εκδόσεων, που διανέμονται μέσα από τα φύλλα, ξεπερνώντας συνεπώς κατά πολύ το συνήθη αριθμό αντιτύπων που θα έφτανε μια έκδοση τέχνης; Η μετάφραση, τα συνοδευτικά κείμενα, ακόμα και οι φωτογραφίες αντικατοπτρίζουν το σημερινό επίπεδο των εκδόσεων τέχνης στην Ελλάδα; Αυτά ήταν μερικά από τα ερωτήματα που έθεσαν και επιχείρησαν να απαντήσουν οι σύνεδροι στη διημερίδα με τίτλο «Βιβλία Τέχνης στην Ελλάδα», που διοργάνωσε το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (4 & 5/11 στην Αποθήκη Δ, στο Λιμάνι) στο πλαίσιο του «Εικαστικού Πανοράματος στην Ελλάδα».
Ο πρόεδρος του Δ.Σ., του Κ.Μ.Σ.Τ. Γιώργος Τσάρας καλωσορίζοντας τους συνέδρους υπογράμμισε ότι «η συγκεκριμένη διοργάνωση προκύπτει από μια βαθύτερη ανάγκη και πίστη ότι οι δράσεις του Μουσείου δεν πρέπει να οριοθετούνται σε μεμονωμένες εκθεσιακές δραστηριότητες, αλλά να καλύπτουν ένα ευρύτερο πλαίσιο σύνδεσης και ανάδειξης της εικαστικής παραγωγής και σκέψης. Μέσα στο νέο πνεύμα λειτουργίας του, το Κ.Μ.Σ.Τ. προσκαλώντας σας, προκαλεί τον ανοιχτό διάλογο, τη συμμετοχή, την επικοινωνία για ένα μουσείο ποιητικό, ένα μουσείο δημιουργικό!».
Η διευθύντρια του Κ.Μ.Σ.Τ., Μαρία Τσαντσάνογλου ανέφερε: «Ο εκπαιδευτικός ρόλος του βιβλίου μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στη βελτίωση της εικαστικής πρόσληψης και στην ευρύτερη κατανόησης της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα. Για το λόγο αυτό το Κ.Μ.Σ.Τ. κάλεσε με ιδιαίτερη χαρά τους ανθρώπους που δραστηριοποιούνται στον χώρο των εκδόσεων τέχνης σ’αυτή την ανοιχτή εκδήλωση, ευελπιστώντας ότι με τον τρόπο αυτό θα δοθούν ερείσματα για μια καλύτερη προσέγγιση της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης με το κοινό. Πιστεύω πως μέσα από αυτή τη συνάντηση θα εντοπίσουμε τις δυνατότητές μας αλλά και τις αδυναμίες μας, ξεκινώντας από την πεποίθηση ότι ο ρόλος ενός μουσείου είναι να ενθαρρύνει όλες τις δραστηριότητες που αφορούν την μελέτη και προβολή της τέχνης».
Ο καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης, στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Αντώνης Κωτίδης κατά την έναρξη της διημερίδα σημείωσε: «Ειλικρινά δεν ξέρω να υπάρχει αντικείμενο στις ανθρωπιστικές σπουδές στην Ελλάδα, τόσο εξωτικό όσο η ιστορία της τέχνης. Δεν είναι μονάχα η έλλειψη καλλιτεχνικού αποθέματος της δυτικής τέχνης. Είναι και η σπανιότητα με την οποία μεταφράζονται θεμελιώδη κείμενα για την κατανόηση της τέχνης στη γλώσσα μας». Ο ίδιος συμπλήρωσε: «Τελευταία οι εκδότες εφημερίδων, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την διαρκώς φθίνουσα τάση του εμπορεύματός τους, της εφημερίδας, πουλάνε μεταξύ άλλων και βιβλία τέχνης. Όχι βεβαίως υποχρεωτικά, αλλά και πάλι ο τζίρος του βιβλίου τέχνης μεγαλώνει αρκετά. Εδώ δεν μπορώ να μην επισημάνω, για άλλη μια φορά, την πρωτοπόρα κίνηση της «Μέλισσας» στα μέσα της δεκαετίας του ’70 να εκδώσει όχι μόνο σε τόμους, αλλά και σε ξεχωριστά τεύχη, προσιτής τιμής, τους Έλληνες ζωγράφους. Η Ελλάδα απόχτησε μέσα από τις ιλουστρασιόν εκδόσεις ευρείας διάδοσης τους δικαιωμένους κλασικούς της –όχι πια μόνον ο Λεονάρδο και ο Πικάσο, αλλά και ο Λύτρας και ο Παρθένης κατοχύρωσαν θέσεις μέσα σ’ ένα ηρωικό πάνθεον στις βιβλιοθήκες, όπου γειτόνεψαν με το Σολωμό και τον Παλαμά. Αυτή η εκλαΐκευση μείωσε αρκετά το χάσμα της αποξένωσης της τέχνης και σε κάποιο βαθμό την έβγαλε από το χώρο του εξωτικού».
Από την ενδιαφέρουσα παρουσίαση της Αθηνάς Ραγιά για την ιστορία του εκδοτικού τους οίκου «Μέλισσα» αξίζει κανείς να σταθεί στην πρωτοβουλία τους όχι μόνο στο να εκδώσουν βιβλία τέχνης, αλλά και στην πολιτική της διανομής τους: «Το 1971 κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο «Μέλισσα» σε συνεργασία με τον ιταλικό οίκο «Fabri», το πεντάτομο έργο «Οι Μεγάλοι Ζωγράφοι». Η έκδοση αυτή με την έξοχη ποιότητα των αναπαραγωγών της αποτέλεσε την πρώτη πραγματική προσπάθεια στη διάδοση της μεγάλης ευρωπαϊκής εικαστικής κληρονομιάς στην Ελλάδα. Η σειρά αυτή κυκλοφόρησε σε τεύχη στα περίπτερα και αποδείχτηκε πολύ επιτυχημένη εμπορική κίνηση. Τα τεύχη αυτά μπορούσες να τα βρεις παντού και φυσικά με πολύ χαμηλό κόστος. Έγιναν ανάρπαστα και ειδικά το πρώτο, ο Ρενουάρ, που έκανε δυο ανατυπώσεις. Η πρώτη κυκλοφορία ήταν 18.000 αντίτυπα. Λεονάρδο Ντα Βίντσι, Ελ Γκρέκο, Ραφαήλ και φυσικά Μποτιτσέλι, που σόκαρε με τα γυναικεία γυμνά του ήταν μερικά από τα τεύχη που πραγματικά ξεπούλησαν. Η ζωγραφική μπήκε σε κάθε σπίτι (σύμφωνα με τις καταστάσεις πωλήσεων του Πρακτορείου Διανομής οι πωλήσεις ήταν ίδιες σε φτωχές και πλούσιες γειτονιές)».
Την άποψη ότι τα αυξημένα σημεία διανομής εξασφαλίζουν και κατ’ ένα ποσοστό αύξηση των πωλήσεων ενίσχυσε και ο επίκουρος καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης, στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ευγένιος Ματθιόπουλος: «Ας πάρουμε το παράδειγμα της εφημερίδας «Καθημερινή», που ο πρώτος τόμος τέχνης που έδωσε έφτασε περίπου τα 40.000 αντίτυπα. Αν πάρουμε ως μέσο όρο για τους υπόλοιπους 35 τόμους που σκοπεύουν να κυκλοφορήσουν τις 30.000 αντίτυπα σκεφτείτε ότι μιλάμε για ένα νούμερο της τάξεως του 1.050.000 αντιτύπων, νούμερο ασύλληπτο για οποιαδήποτε άλλη έκδοση τέχνης. Το ποσοστό ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες είναι ένα ποιοτικό άλμα και τελικά το «όχημα» μέσω του οποίου επιτυγχάνεται αυτό δεν είναι το πιο σημαντικό. Επιπρόσθετα, είναι όφελος και για περισσότερους νέους ανθρώπους. Ακόμα και αν δεχτούμε το ενδεχόμενο ότι τα μισά από αυτά τα βιβλία δεν θα διαβαστούν και θα λειτουργήσουν διακοσμητικά, τα αλλά μισά είναι και πάλι τεράστιο κέρδος. Βέβαια, αυτό μπορεί να μη συμβεί μ’ έναν καινούργιο ίσως πιο πρωτοποριακό καλλιτέχνη. Αλλά είναι λογικό ότι υπάρχει μια αλυσίδα από το κλασικό και καθιερωμένο στο πιο σύγχρονο. Για παράδειγμα ο Ντα Βίντσι θα φέρει τον Μόραλη και ο Μόραλης το Σακαγιάν στα ελληνικά σπίτια. Δεν μπορεί να γίνει το αντίθετο. Αυτό απέδειξε τουλάχιστον το παγκόσμιο παράδειγμα».
Στα θέματα αυτά αναφέρθηκε στην ομιλία του και ο δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Μακεδονία», Θανάσης Γωγάδης: «Το βιβλίο τέχνης προσέγγισε την ελληνική οικογένεια τους τελευταίους μήνες μέσω των εφημερίδων. Ως γνωστόν οι Κυριακάτικες εκδόσεις αφού «ξεμπέρδεψαν» με τα CD, DVD, τα αριστουργήματα της παγκόσμιας και ελληνικής λογοτεχνίας, πέρασαν στους 3 ζωγράφους και τα μουσεία. Αφού αποκτήσαμε σε ήχο όλα τα σουξέ της λαίδης και οποιασδήποτε λαίδης, αφού συμπληρώσαμε όλο το έργο του Πιερ Πάολο Παζολίνι και όλα τα αριστουργήματα του Όμηρου Ευστρατιάδη μοιραία έμειναν τα βιβλία τέχνης. Οι προσφορές σ’ αυτήν την περίπτωση όπως ξέρετε είναι λίγο άνισες. Από τη μια δεν λογίζονται ως προσφορές γιατί το προϊόν δεν το αποκτάει δωρεάν ο αναγνώστης, από την άλλη μπορούν να θεωρηθούν προσφορές γιατί το κόστος είναι αρκετό χαμηλό σε σχέση με την τιμή που θα το έβρισκε σ’ ένα βιβλιοπωλείο. Φυσικά δε θα ήθελα να σχολιάσω αν αυτές οι εκδόσεις τελικά αποτελούν στοιχεία έρευνας ή απλώς ξεχνιούνται δίπλα στα μπιμπελό, διακοσμώντας βιβλιοθήκες σικάτων σαλονιών. Η ανισότητα υπάρχει και σ’ αυτά τα προϊόντα. Έχουμε πολύ καλές εκδόσεις και πολύ κακές. Δεν χρειάζεται να σιχαθεί κανείς τον Βολανάκη νομίζοντας πως τα έργα του είναι αυτά που παρουσιάζει ένας κακοτυπωμένος τόμος. Τώρα το πόσο περασμένα είναι τα κείμενα ή το πόσο καλές είναι οι μεταφράσεις αποτελούν αντικείμενο άλλης συζήτησης. Το γεγονός πάντως είναι ότι δεν παύουν να αποτελούν πηγές πληροφόρησης, αυτής που ποτέ κανένα δεν έβλαψε».
Οι περισσότεροι από 30 εκδότες, θεωρητικοί και ιστορικοί της τέχνης, συγγραφείς, καθηγητές πανεπιστημίου και δημοσιογράφοι συζήτησαν ακόμα θέματα όπως: Ποια είναι η διαδικασία σχεδιασμού και έκδοσης βιβλίων τέχνης σήμερα; Ποιες μπορεί να είναι οι δυσκολίες επιμέλειας ενός λευκώματος-λεξικού για σύγχρονους Έλληνες καλλιτέχνες; Που ξεκινάει και που σταματάει η εκδοτική δραστηριότητα των μουσείων; Ποιος είναι ο στόχος του νέου εκδοτικού οργανισμού της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών; Ποιος είναι ο ρόλος των εκδοτών, επιμελητών, μεταφραστών και του συγγραφέα στην ποιότητα μιας έκδοσης; Πόσο μικρή είναι τελικά η ελληνική αγορά και κατά πόσο είναι θέμα διεύρυνσης των ορίων της μέσα από την παιδεία και άλλους παράγοντες;
Δημιουργία Ιστοσελίδας
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Κ.Μ.Σ.Τ. έχει ξεκινήσει ένα πρόγραμμα καταγραφής όλων των ελληνικών εκδόσεων τέχνης από τις πιο σπάνιες και παλιές ως τις πιο πρόσφατες και από κάθε εκδοτικό οίκο που έχει λειτουργήσει ή λειτουργεί στον ελληνικό χώρο. Για το λόγο αυτό θα δημιουργηθεί ειδική ιστοσελίδα η οποία θα ανανεώνεται με τις νέες εκδόσεις. Στόχος είναι η οργάνωση μιας τράπεζας πληροφοριών στην οποία ο κάθε ενδιαφερόμενος θα βρίσκει στοιχεία για το κάθε βιβλίο.
Ο χρήστης θα είναι σε θέση να πλοηγηθεί σ’ ένα αρχείο με βιβλία ιστορίας, φιλοσοφίας, αισθητικής της τέχνης, συγγράμματα, περιοδικά, λεξικά τέχνης, καταλόγους, δοκίμια, εκδόσεις τέχνης για παιδιά, μονογραφίες, διδακτορικά κλπ. Στην ιστοσελίδα οι σχετικές εκδόσεις θα παρουσιάζονται με: το εξώφυλλο του βιβλίου, την περίληψη, τα περιεχόμενα, το βιογραφικό του συγγραφέα ή του επιμελητή της έκδοσης καθώς και στοιχεία που αφορούν τον εκδοτικό οίκο.
INFO
ΚΡΑΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Κολοκοτρώνη 21-Μονή Λαζαριστών, 56430, Θεσσαλονίκη
ΕΙΚΑΣΤΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
8 Σεπτεμβρίου-9 Νοεμβρίου 2006 Θεσσαλονίκη
www.visualarts.gr
info@visualarts.gr
Τομέας Προβολής και Επικοινωνίας
Τ.2310 589152
Φ.2310 589210
press@greekstatemuseum.com